ἕως

ἕως
+ C/P 302-568-204-285-206=1565 Gn 3,19; 6,7(bis); 7,23; 8,5
till, until [+ind.] Wis 10,14; id. [ἄν
[*]+subj.] Gn 24,14; id. [+inf.] Gn 10,19; as long as, while [+ind.] Jdt 5,17
[τινος]: until (time) Gn 3,19; up to the point where, as far as, to (place) Is 48,20; id. (of pers.) 2 Kgs 4,22; to the sum of (by numbers) 1 Ezr 8,19(21)
[τι]: till (rarely used) JgsA 19,25
ἀπό τινος ἕως τινός from ... to ... Bar 1,19; ἕως εἴς τι until Lv 23,14; ἕως τοῦ νῦν until now Gn 15,16; ἕως οὗ until Jgs 3,30; ἕως ὅτου until 1 Kgs 10,7; ἕως πότε how long? 1 Mc 6,22; ἕως πρός τινα as far as Gn 38,1; ἕως ἄνω to the brim 2 Chr 26,8; ἕως ἑπτάκις as many as seven times 2 Kgs 4,35; ἕως τίνος how long? Ex 16,28; ἕως τότε until that time Neh 2,16
*Jos 3,16 ἕως as far as-רשׁא עד for MT רשׁא עיר a city (that); *Mi 1,14 ἕως as far as-עד for MT על to;
*Mal 2,12 ἕως until-עד for MT ער protector?; *Ps 60(61),7 ἕως ἡμέρας corr.? ὡς ἡμέρας-כימי as the days
for MT כמו like
Cf. AEJMELAEUS 1982, 79-80; GILMORE 1890, 153-160; HORSLEY 1987, 154; JEANSONNE 1988, 98; LUST
1978 62-69 (Dn 7,13); MURAOKA 1990b, 20-21; →NIDNTT; TWNT

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για …   Dictionary of Greek

  • έως — πρόθ., ίσαμε, ως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] …   Dictionary of Greek

  • Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] …   Dictionary of Greek

  • μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] …   Dictionary of Greek

  • Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”